- ἀπαυγασμός
- ἀπαυγ-ασμός, ὁ,A efflux of light, radiance, effulgence, Plu.2.83d,934d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
απαυγασμός — ἀπαυγασμός, ο (Α) αντανάκλαση φωτός, λάμψη, ακτινοβολία … Dictionary of Greek
ἀπαυγασμός — efflux of light masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαυγασμούς — ἀπαυγασμός efflux of light masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)